- ύσσαξ
- -ακος, ὁ, Ατο γυναικείο αιδοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τού καθημερινού λεξιλογίου, πιθ. δωρικός, ο οποίος έχει σχηματιστεί ίσως από τη λ. ὗς «χοίρος» (για τη σημ. πρβλ. τη χρήση τού τ. χοίρος με σημ. «γυναικείο αιδοίο») με επίθημα -αξ, που απαντά και σε άλλες λ. οι οποίες δηλώνουν μέρη σώματος (πρβλ. βύστ—αξ, μύστ-αξ). Στον σχηματισμό τού τ. συνέβαλε πιθ. και ο συγγενής από μορφολογική άποψη τ. ὕσσακος*].
Dictionary of Greek. 2013.